- ἄντρ'
- ἄντρα , ἄντρονcaveneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ακλας — (και ακλος) Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, τα οποία σχηματίζονται αναλογικά προς θηλυκά ουσιαστικά σε ακλα. Τα ουσιαστικά σε ακλας ή ακλος είναι συνήθως σκωπτικά π.χ. άντρ ακλας και άντρ ακλος, γαϊδούρ ακλος … Dictionary of Greek
αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… … Dictionary of Greek
-τζίκος — κατάλ. υποκορ. ον. τής Νέας Ελληνικής (πρβλ. λαου τζίκος, μασκαρα τζίκος) η οποία έχει προέλθει από ένωση τής κατάλ. τζής* και τής κατάλ. ίκος, η οποία απαντά σε υποκοριστικά κύριων ονομάτων (πρβλ. Αντρ ίκος, Μιμ ίκος) … Dictionary of Greek
άντρακλας — ο άντρας μεγαλόσωμος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ακλας*] … Dictionary of Greek
αντρούκλας — κ. άντρουκλας, ο ο σωματώδης άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ουκλας*] … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
λευκαντής — λευκαντής, ο και λευκαστής, ο θηλ. άντρ(ι)α ο τεχνίτης που λευκαίνει διάφορα προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)